προπυλίς

προπυλίς
-ίδος, ἡ, Α
θολωτή θυρίδα τής ελεπόλεως, δηλ. τής μεγάλης πολιορκητικής μηχανής την οποία επινόησαν οι Έλληνες και, ειδικότερα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 306 π. Χ., με μορφή ξύλινου πύργου που προχωρούσε πάνω σε τροχούς και τον χρησιμοποιούσαν κατά τις επιθέσεις στα τείχη διαφόρων πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πύλη + επίθημα -ίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπυλίς — opening fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλίδα — προπυλίς opening fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπυλίδος — προπυλίς opening fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”